- ζευγότροφος
- ζευγότροφ-ος, ον,A keeping a yoke of beasts, IG22.1576.73 (iv B.C.), Plu.Per.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζευγοτρόφος — ζευγοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
ζευγοτρόφοι — ζευγοτρόφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ζευγοτροφώ — ζευγοτροφῶ, έω (Α) [ζευγοτρόφος] τρέφω, έχω στην κατοχή μου ζεύγος ίππων ή βοδιών («οἱ ζευγοτροφοῡντες ζευγίσιον ἐτέλουν», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek